Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Ο θρύλος του γιοφυριού της Άρτας

Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος αυτός έκρυβε πολλά χρόνια μια ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από τη περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού ζητήθηκε η βοήθεια των κατοίκων για τη δημιουργία μιας γέφυρας. Τότε προστρέξανε πάρα πολλοί δηλώνοντας ότι γνωρίζουν να κτίζουν, προκειμένου να κερδίσουν κάποια εύνοια. Όταν όμως έμαθαν οι κάτοικοι το σκοπό για τον οποίο θα πέρναγε το τουρκικό ασκέρι πήγαιναν τη νύκτα και γκρέμιζαν ότι την προηγούμενη οι ίδιοι είχαν φτιάξει. Όταν οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο εκείνοι απάντησαν ότι τελικά είναι στοιχειωμένο το μέρος πιστεύοντας ότι οι Τούρκοι ή δεν θα πέρναγαν ή ότι θα επέστρεφαν. Τότε ο Τούρκος διοικητής (πουλάκι) διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. Τότε φοβούμενοι όλοι οι άλλοι εμπλεκόμενοι στο έργο της ανέγερσης Έλληνες για τη τύχη που θα τους περίμενε έσπευσαν και ολοκλήρωσαν το γεφύρι συνοδεύοντας με κατάρες το τουρκικό ασκέρι αναπολώντας την αλλοτινή δόξα της φυλής που επί Μ. Αλεξάνδρου έφθασαν από Δούναβη μέχρι Ευφράτη. Μετά όμως την εθνεγερσία του 1821 και αναμένοντας την απελευθέρωσή τους από τον ελληνικό στρατό (αδελφό στη ξενιτιά) οι προηγούμενες κατάρες έγιναν ευχές.

Ευαγγελία Τιάκα - Άλκηστη Χατζή

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Το νερό και η λαϊκή μας παράδοση
Tο νερό, πηγή και σύμβολο ζωής, έγινε από τα πανάρχαια χρόνια αντικείμενο λατρείας των λαών όλης της γης. Στην Ελλάδα συναντάμε Νύμφες και Νεράιδες λιμνών, πηγών και ποταμών. Ξωτικά και Στοιχειά πλημμύρισαν το λαϊκό μας πολιτισμό και συνόδευσαν ή συνοδεύουν ακόμα τη ζωή των ανθρώπων σε πολλές τους εκδηλώσεις. Οι βρύσες, τα πηγάδια, οι στάμνες, τα μάγγανα, οι νερόμυλοι, οι νεροτριβές, τα υδραγωγεία, τα γεφύρια από την άλλη αποκαλύπτουν την προσπάθεια του ανθρώπου να δαμάσει και να εκμεταλλευτεί αυτό το ζωτικό αγαθό, το νερό.
Πώς θα μπορούσε λοιπόν το νερό να μην κατέχει σημαντική θέση στη λαϊκή μας παράδοση, αφού η παρουσία του ήταν εκείνη που καθόριζε αν θα υπήρχε συνέχεια στη ζωή των ανθρώπων. Η προσπάθεια του ανθρώπου να εξηγήσει το φυσικό του περιβάλλον και η αδυναμία ή η δυσκολία να το πραγματοποιήσει με επιτυχία, δημιούργησε στη ψυχή του παράλογα πιστεύω όσον αφορά στην παρουσία και επίδραση τυχαίων γεγονότων στη θετική ή αρνητική έκβαση των πράξεών του. Υπάρχει μάλιστα η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει μια άσχημη γι’ αυτόν εξέλιξη με την πραγματοποίηση εξίσου παράλογων πράξεων.
· Όταν μια γυναίκα πάει να γεννήσει, ρίχνουν νερό για να κυλήσει το μωρό σαν νεράκι.
· Όταν φεύγει κάποιος ταξίδι, ρίχνουν από πίσω του νερό για να κυλάει ο δρόμος του σαν νερό.
· Υπάρχει η δοξασία ότι το νερό κοιμάται κάποιες ώρες. Αν βρεθεί κάποιος μπροστά σε κοιμισμένο νερό, δεν πρέπει να μιλήσει, γιατί μπορεί να πάθει μεγάλο κακό. Αν θέλει να πιει, πρέπει να το ταράξει να το ξυπνήσει.
Η παρουσία του νερού είναι συχνή σε πολλά ελληνικά έθιμα από πολλές περιοχές της Ελλάδας.
· Στα χωριά της Κεντρικής Ελλάδας τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το ονομαζόμενο «τάισμα της βρύσης».Οι κοπέλες πηγαίνουν στις βρύσες του χωριού και τις αλείφουν με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι κι όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι η ζωή τους. Επιστρέφοντας στο σπίτι έφερναν το καινούριο νερό, φροντίζοντας σε όλη τη διαδρομή να μένουν σιωπηλές. Με το νερό αυτό, που ονομάζεται άκραντο ή αμίλητο, ράντιζαν τα σπίτια.
Στην παλιά Μάνη δεν υπήρχαν πολλές χαρούμενες γιορτές και επέτειοι. Οι μοναδικές χαρές, όπως τις έλεγαν, ήταν ο γάμος. «Στις χαρές σου» λέγανε συχνά στις προπόσεις τους με κρασί ή με κεράσματα. Στην παλιά Μάνη, σε καμιά άλλη περίπτωση δεν τραγουδούσαν και δεν χόρευαν, εκτός από το γάμο. Ο γάμος γιορταζόταν με τον πιο επίσημο τρόπο. Σαν προίκα, εκτός από τα διάφορα χωράφια(λαχίδια) που έπαιρνε και πολλά οικιακά σκεύη ή και σκουτιά (ρούχα) ή μπατανίες (κουβέρτες) και άλλα. Στα σκουτιά επάνω πολλές φορές καρφίτσωναν με διάφορες κορδέλες δεμένα, νομίσματα αξίας συνήθως ασημένια.
· Το σημαντικότερο βέβαια στοιχείο σε μια προίκα ήταν η στέρνα. Η “γλιστέρνα” όπως την έλεγαν, γιατί το νερό ήταν στην παλιά Μάνη ο θησαυρός. Περισσότερο κι από τα κτήματα κι απ΄τα σκουτιά και πολλές φορές κι από την ίδια τη νύφη!
Δεν έχουνε ποτάμια
δεν έχουνε πηγάδια
δεν έχουνε πηγές
Μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές
που ηχούν
που ηχούν
και που τις προσκυνούνε.

Σοφία Φώκιαλη - Χαρούλα Φωτιάδου

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ "ΣΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ"

Να σ’ αγναντεύω, θάλασσα, να μη χορταίνω
απ’ το βουνό ψηλά
στρωτή και καταγάλανη και μέσα να πλουταίνω
απ’ τα μαλάματά σου τα πολλά.
Να ναι χινοπωριάτικον απομεσήμερο, όντας
μετ’ άξαφνη νεροποντή
χυμάει μες απ’ τα σύννεφα θαμπωτικά γελώντας
ήλιος χωρίς μαντύ.
Να ταξιδεύουν στον αγέρα τα νησάκια, οι κάβοι
τ’ ακρόγιαλα σα μεταξένιοι αχνοί
και με τους γλάρους συνοδιά κάποτ’ ένα καράβι
ν’ ανοίγουν να το παίρνουν οι ουρανοί.
Ξανανιωμένα απ’ το λουτρό να ροβολάνε κάτου
την κόκκινη πλαγιά χορευτικά
τα πεύκα, τα χρυσόπευκα, κι ο ανθός του μαλαμάτου
να στάζουν τα μαλλιά τους τα μυριστικά.
Κι αντάμα τους να σέρνουνε στο φωτεινό χορό τους
ως μέσα στο νερό
τα ερημικά χιονόσπιτα κι αυτά μες στ’ όνειρο τους
να τραγουδάνε, αξύπνητα καιρό.
Έτσι να στέκω, θάλασσα, παντοτεινέ έρωτά μου
με μάτια να σε χαίρομαι θολά
και να ναι τα μελλούμενα στην άπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι αλάργα βάσανα πολλά.
Ως να με πάρεις κάποτε, μαργιόλα συ,
στους κόρφους σου αψηλά τους ανθισμένους
και να με πας πολύ μακρυά απ’ τη μαύρη τούτη Κόλαση
μακρυά πολύ κι από τους μαύρους κολασμένους….

Σχόλια

Η θάλασσα σ’ αυτό το ποίημα ταυτίζεται με τη ζωή και την ευτυχία ,ενώ το νερό με τη μορφή νεροποντής ,καθαρίζει τη φύση και της δίνει ανθρώπινες ιδιότητες. Στον ενθουσιασμό του μάλιστα ο ποιητής δίνει ερωτικά χαρακτηριστικά στη θάλασσα και συνδέοντας τον έρωτα με το θάνατο, αντιστρέφει το κακό και θεωρεί το τέλος της ζωής ως απαλλαγή από την κόλαση της πραγματικότητας κι αρχή ενός καλύτερου κόσμου.

Κωνσταντίνα Δραγατσίκα

Βάπτισμα

Βάπτισμα ονομάζεται η ιερή τελετή των Χριστιανικών εκκλησιών με χρήση νερού ως συμβόλου εξαγνισμού, η οποία σηματοδοτεί την εισαγωγή του πιστού στο σώμα της εκκλησίας. Η λέξη βάπτισμα προέρχεται από το ρήμα βάπτω/βαπτίζω που σημαίνει «βυθίζω συχνά ή έντονα, βουτάω, καταδύω».Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ενώ είναι και Κυριακή αποστολική εντολή «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος».

Φώκιαλη Σοφία - Φωτιάδου Χαρούλα

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ

Γιώργος Σεφέρης
ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα
Με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες
Γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα ,
Άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες
Που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν
Που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ από τη σιωπή
Μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια


Σχόλια

Στο ποίημα αυτό βλέπουμε την αντίθεση ανάμεσα στην πέτρα και το νερό, μια από τις βασικές αντιθέσεις της σεφερικής ποίησης. Η πέτρα συμβολίζει το στέγνωμα της ζωής, το στέγνωμα της αγάπης, το στέγνωμα της ίδιας της ανθρώπινης ψυχής .
Ό,τι ζήσαμε, καλές και κακές στιγμές, έγιναν αναμνήσεις και έχασαν τη δροσιά της ζωντανής εμπειρίας. Οι καλές αναμνήσεις έγιναν αγάλματα, οι κακές έγιναν πέτρες συσσωρεύτηκαν στην καρδιά μας και τη στέγνωσαν.
Αντίθετα το νερό, είτε με τη μορφή της ευεργετικής βροχής που ζωογονεί όλα τα πλάσματα της φύσης είτε με τη μορφή της θάλασσας, που μας θυμίζει το ταξίδι της ζωής με τη γαληνή και τις φουρτούνες της το νερό είναι το ζωοποιό στοιχείο που μας συνοδεύει στην καθημερινότητα μας.

Κωνσταντίνα Δραγατσίκα

Έθιμα Δωδεκαημέρου - Καλικάντζαροι

Καλικαντζάροι
Σε ένα σημείο του μύθου τους αναφέρεται το νερό από τα εξής:
Επειδή από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα ο Χριστός είναι ακόμη αβάφτιστος, είναι και  «τα νερά αβάφτιστα».

Όπως σε όλα τα μέρη της Ελλάδας έτσι και στον Πόντο πίστευαν, ότι το δωδεκαήμερο (Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα) βγαίνουν τα πίζηλα (οι καλικάντζαροι) και ενοχλούν τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα ενοχλούσαν τα παιδιά και ιδίως τα αβάπτιστα, τις λεχώνες, τις νεόνυμφες και γενικά αδύναμα άτομα. Προκαλούσαν ζημιές στα πράγματα του σπιτιού, στα ζώα και στους αγρούς. Για να προστατευθούν απέφευγαν να κάνουν νυχτερινές δουλειές έξω από το σπίτι και να πετάξουν νερά έξω το βράδυ. Επίσης για να μην πλησιάζουν έλεγαν ψιθυριστά διάφορες προσευχές. Τα πίζηλα εξαφανίζονταν τα Φώτα με τον αγιασμό των υδάτων για να επιστρέψουν και πάλι τα Χριστούγεννα.

Φώκιαλη Σοφία - Φωτιάδου Χαρούλα

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ
Μονόγραμμα v


Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερό του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό
Και για σένα κανείς δεν έχει ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τα αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι
Πιο δω , πιο κει , προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω πού θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με το άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια
Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.


Μονόγραμμα vii

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλακτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ΅ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες΅ στον Παράδεισο




Σχόλια

Στο ποίημα με αριθμό 5 όπως και στο 7 ο ποιητής συνδέει τη θάλασσα με την ερωτική ευτυχία. Αυτή μπορεί να έχει τη μορφή επιθυμίας “την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου”, “αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό”, στο ποίημα 5, ενώ στο ποίημα με αριθμό 7, ο έρωτας συνδέεται με τις παιδικές αναμνήσεις και το σπίτι στη θάλασσα και το καθρέφτισμα της αγαπημένης μορφής, που οδηγεί τον ερωτευμένο άντρα στο χαμένο Παράδεισο.

Κωνσταντίνα Δραγατσίκα

Έθιμα Πρωτοχρονιάς - Το κάψιμο της βασιλόπιτας

Το πρωί αυτός που θα ξυπνούσε πρώτος για να πάει να φέρει το καλαντόνερον* από το πηγάδι θα μάζευε όλα τα καρύδια από κάτω και με ένα κομμάτι βασιλόπιτας θα πήγαινε στη βρύση χωρίς να μιλήσει στο δρόμο. Ο πρώτος που θα πήγαινε ση βρύση θα άφηνε λίγα κουλούρια για το στοιχείο της βρύσης και θα έπαιρνε πίσω τα μισά για να γυρίσει πάλι σπίτι τους το τυχερό. Ο δεύτερος θα έπαιρνε τα κουλούρια ή τα γλυκά του πρώτου και θα άφηνε τα δικά του εκεί για να τα πάρει ο άλλος που θα πήγαινε κοντά από αυτόν.
Σε άλλα χωριά του Πόντου το καλαντόνερον το έπαιρναν τα μεσάνυχτα την ώρα που θα χτυπούσε κάποιος την καμπάνα της εκκλησίας, με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια διαδικασία χωρίς να μιλήσουν στον δρόμο.
Το καλαντόνερον της πρωτοχρονιάς έπρεπε να είναι αμίλητο, γι`αυτό και έπιναν όλοι από λίγο και το πρωί νίβονταν όλοι από αυτό.
Σε άλλα γύρω χωριά, αντί για κουλούρια και γλυκά, άφηναν λίγα σπειριά σιτάρι για το στοιχειό του πηγαδιού και το νερό το έπαιρνε ο σπιτονοικοκύρης και όχι η γυναίκα του σπιτιού. Γυρίζοντας από την βρύση με το καλαντόνερον, ράντιζε τα δωμάτια του σπιτιού, το στάβλο με τα ζώα, τα αμπάρια με τα γεννήματα και τα βαρέλια με το κρασί. Το γκουγκούμιν -σκεύος μεγάλο για νερό ή άλλα υγρά με το καλαντόνερον δεν έπρεπε να τα ακουμπήσει κάτω εκείνος που το έφερνε από την βρύση, πριν φτάσει στο σπίτι και πιούν και νιφτούν όλοι από αυτό, για να μην χάσει την δύναμή του και το τυχερό που έχει μέσα του.
 Ύστερα από την μεταφορά του καλαντόνερου, ο νοικοκύρης του σπιτιού έπαιρνε ένα βόδι από τον στάβλο και αφού το έδενε με μια τριχιά από τα κέρατα, το τραβούσε στο ισόγειο δωμάτιο του σπιτιού, εκεί που συνήθως έμενε η οικογένεια το χειμώνα, και κοίταζαν με ποιο πόδι θα δρασκέλιζε το κατώφλι της πόρτας. Αν το βόδι περνούσε με το δεξί, η χρονιά στο σπίτι θα πήγαινε πολύ καλά. Έτσι, σαν έμπαινε μέσα το βόδι, το χάιδευαν, το φιλούσαν και το έδιναν ένα κομμάτι πίτας να φάει. Την ίδια παρατήρηση έκαναν και την ώρα, που θα έβγαινε το βόδι.
 Τότε, το πρωτογέννητο παιδί του σπιτιού έκοβε ένα χλωρό κλωνάρι καρυδιάς και καβαλικεύοντάς το σαν άλογο έμπαινε μέσα στο σπίτι και φώναζε: Εξέβαμεν ας σην κακοχρονίαν κι εσέβαμεν σην καλοχρονίαν!
 Ύστερα ζητούσε τροφή και νερό για το άλογο, και εκείνοι του έδιναν καρύδια, πίτα και χρήματα.
* Το καλαντόνερον
Καλαντόνερον ονομαζόταν το πρώτο νερό που έπαιρναν τα μεσάνυχτα της Πρωτοχρονιάς από την βρύση, την πηγή ή το πηγάδι από όπου προμηθεύονταν το πόσιμο νερό. Της λήψης του καλαντόνερου προηγούνταν το καλαντίασμαν της βρύσης. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα τοποθετούσαν κοντά ‘στο πεγάδ’  (βρύση) διάφορα δώρα όπως ξηρούς καρπούς (λεφτοκάρα, καρύδα, σύκα στάρι, γλυκά, μήλα, κυδώνια, κ.λ.π.) λέγοντας την ευχή: Κάλαντα και καλός καιρός, πάντα και του χρόνου. Αυτός που έπαιρνε το νερό, μέχρι να το πάει στο σπίτι δεν κοιτούσε πίσω του ούτε μιλούσε σε κανέναν. Έπινε όλη η οικογένεια από λίγο και ράντιζαν το σπίτι, την αυλή, τις αποθήκες, τα ζώα, τα χωράφια κ.λ.π. 


Φώκιαλη Σοφία - Φωτιάδου Χαρούλα